-
1 κουρά
A cropping of the hair,τῶν τριχῶν τὴν κ. κείρεσθαι Hdt.3.8
;κουρᾶς δεῖσθαι Arist.PA 658b20
;ἐν χρῷ κ. Diocl. Fr.141
: freq. as a sign of mourning,κ. πενθίμῳ E.Alc. 512
, Or. 458;κουραῖσι καὶ θρήνοισι Id.Hel. 1054
;κουραῖς διατετιλμένης φόβην S.Fr. 659.7
.2 generally, cropping, lopping,δρυοτομικὴ καὶ κ. σύμπασα Pl.Plt. 288d
; of animals that feed on grass, Arist.PA 693a17.2 wool shorn, fleece, PCair.Zen.433.26 (pl., iii B. C.);κουρᾷ κοσμοῦντα θρέμματα Porph.Abst.3.19
: pl., κουρὰς προβάτων καὶ γάλα βοῶν ib.18.
См. также в других словарях:
κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek